Είναι τρεις φίλοι που συναντιούνται μετά από χρόνια, ένας Γερμανός, ένας Γάλλος και ένας Έλληνας και συζητάνε για το πώς καταλαβαίνουν αν η γυναίκα τους, τους απατάει. Ο Γερμανός λέει:
-Αν με απατήσει η γυναίκα μου την καταλαβαίνω αμέσως. Μπαίνω στο σπίτι το βράδυ, της ρίχνω μία ματιά και την κόβω κατευθείαν είναι φως φανάρι. Δεν της λέω τίποτα, πηγαίνω στην αποθήκη, παίρνω το ρόπαλο, την κάνω τόπι στο ξύλο και στο τέλος μου τα ομολογεί όλα!
Ο Γάλλος λέει:
-Δεν ντρέπεσαι, βάρβαρε. Στη Γαλλία είναι διαφορετικά. Αν με απατήσει η γυναίκα μου την καταλαβαίνω αμέσως. Μπαίνω στο σπίτι το βράδυ, της ρίχνω ματιά και την κόβω κατευθείαν είναι φως φανάρι. Δεν της λέω τίποτα, την παίρνω και την πηγαίνω βόλτα στο Σηκουάνα, μετά δείπνο ρομαντικό στην Μονμάρτη, κεριά, κρασιά, ιστορίες, της πιάνω το χέρι και στο τέλος μου τα ομολογεί όλα!
Ο Έλληνας έχει πέσει κάτω από τα γέλια.
-Καλά είστε πολύ μαλάκες και οι δυο σας. Στην Ελλάδα είναι πολύ πιο απλά τα πράγματα. Ακούστε να δείτε. Αν με απατήσει η γυναίκα μου την καταλαβαίνω αμέσως. Μπαίνω στο σπίτι το βράδυ, της ρίχνω ματιά και την κόβω κατευθείαν είναι φως φανάρι. Δεν της λέω τίποτα, βγαίνω ήρεμος στο μπαλκόνι και βλέπω απέναντι τη γειτόνισσα, τη Μαρία. Της φωνάζω: «Γεια σου, μωρή πουτάνα Μαρία!». Αυτή γυρνάει και μου λέει: «Εγώ πουτάνα; Η γυναίκα σου είναι πουτάνα, που πηδιέται με το Μήτσο, τον Κώστα και τον Τάκη!»