Σαντάμ Χουσεΐν καθόταν στο γραφείο του κι ετοίμαζε την επόμενη επιστολή του προς τον αμερικανικό λαό όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
– Εμπρός;
– Κύριε Χουσεΐν, εσείς; ακούστηκε στην άλλη άκρη της γραμμής μια φωνή με περίεργη προφορά. Εγώ είμαι ο Γιωρίκας και σας παίρνω να σας πω ότι σας κηρύσσουμε
τον πόλεμο!
– Και πολύ καλά κάνεις που τηλεφώνησες να μου το πεις, απαντά ο Σαντάμ. Για πες μου, Γιωρίκα, πόσο μεγάλος είναι ο στρατός σου;
– Αυτή τη στιγμή, λέει ο Γιωρίκας καθώς κάνει τη σούμα στο μυαλό του, εγώ, ο ξάδερφός μου ο Κωστίκας, ο κουμπάρος μου, ο γείτονάς μου ο Αλεξίκας και η ομάδα του ταβλιού από το καφενείο – οκτώ, συνολικά.
Ο Σαντάμ αναστενάζει.
– Οφείλω, Γιωρίκα, να σου πω ότι έχω ένα εκατομμύριο ετοιμοπόλεμους άνδρες που με μια κουβέντα μου είναι διατεθειμένοι να δώσουν τη ζωή τους.
– Αλήθεια; Θα σας ξαναπάρω, λέει ο Γιωρίκας και κλείνει. Δεν πέρασαν 24 ώρες και ο Γιωρίκας ξανατηλεφωνεί.
– Κύριε Χουσεΐν, λέει, η κήρυξη πολέμου εξακολουθεί να ισχύει. Τώρα μαζέψαμε και κάποιον εξοπλισμό…
– Τι εξοπλισμό μαζέψατε, Γιωρίκα; τον ρωτάει ο Σαντάμ.
– Δύο αλωνιστικές, μια μπουλντόζα και το τρακτέρ του μπατζανάκη μου. Για άλλη μια φορά, ο Σαντάμ δεν αντέχει να μην αναστενάξει.
– Γιωρίκα, θα πρέπει να σου πω ότι έχω 16.000 τανκς, 14.000 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, και από χτες που μιλήσαμε ο στρατός μου αυξήθηκε στο 1,5
εκατομμύριο.
– Διάβολε, λέει ο Γιωρίκας, τι να πω τώρα; Θα σας ξαναπάρω. Και κλείνει το τηλέφωνο αλλά δυο μέρες αργότερα, να τον πάλι.
– Κύριε Χουσεΐν, παραμένει η κήρυξη πολέμου. Αυτή τη φορά αποκτήσαμε εναέριες δυνάμεις. Έχουμε τώρα και το ψεκαστικό του κοινοτάρχη, του βάλαμε και καραμπίνες
επάνω. Α, ναι, μαζί μας είναι τώρα και η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού.
Εντυπωσιασμένος από την κλιμάκωση, ο Χουσεΐν μένει σκεπτικός για δευτερόλεπτα, βγάζει άλλον ένα στεναγμό και λέει:
– Γιωρίκα, δεν μπορώ να σου κρύψω ότι έχω 10.000 βομβαρδιστικά, 20.000 Μιγκ, και οι βάσεις μας προστατεύονται από βλήματα εδάφους-αέρος. Και κάτι άλλο: από προχθές που μιλήσαμε, ο στρατός μου αυξήθηκε στα δύο εκατομμύρια.
– Βρε …, βρίζει ο Γιωρίκας. Θα ξαναπάρω, λέει και
κλείνει το τηλέφωνο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξαναπαίρνει τηλέφωνο.
– Κύριε Χουσεΐν, δυστυχώς πρέπει να σας ανακοινώσω ότι
αποσύραμε την κήρυξη πολέμου.
– Τι λες, Γιωρίκα, πολύ με στεναχωρείς. Γιατί, βρε παιδί μου; Τι έγινε κι αλλάξατε γνώμη;
– Να σας πω, απαντά ο Γιωρίκας, κάτσαμε και το κουβεντιάσαμε και είδαμε ότι δεν μπορούμε να θρέψουμε δύο εκατομμύρια αιχμάλωτους.