Ευρετήριο Φωτογραφιών

Οι πόντοι μου

  • Πρέπει να συνδεθείτε για να δείτε τους πόντους σας

Index W

Whisky

WHISKY

ΧΡΗΣΙΜΗ ΠΗΓΗ: http://el.wikipedia.org/wiki/whisky

WHISKY (ΟΥΙΣΚΙ) – Παρασκευή

Τα οινοπνευματώδη ποτά τα οποία αποτελούν την κατηγορία των ουίσκι αποστάζονται από τη ζυμωμένη πολτοποίηση κριθαριού και ωριμάζουν σε ξύλινα βαρέλια. Υπάρχουν διάφορες ποικιλίες για την παρασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται δημητριακά όπως το κριθάρι, το καλαμπόκι, η βύνη, ο σίτος και η σίκαλη. Ο όρος ουίσκι (αγγλ. Whisky αμερ. Whiskey) ετυμολογείται από μία κελτική λέξη η οποία σημαίνει νερό της ζωής και αρχικά αναφερόταν σε όλα τα προϊόντα απόσταξης τα οποία χρησιμοποιούνταν για φαρμακευτικούς σκοπούς.

Είδη whisky και ιστορικά στοιχεία

Τα ουίσκι έχουν περιεκτικότητα σε αλκοόλ η οποία κυμαίνεται από 40% έως 70% κατ’ όγκο. Εμπορικά διαθέσιμοι είναι διάφοροι τύποι ουίσκι, με πιο γνωστούς το σκωτσέζικο, το αμερικανικό, το καναδικό. Κάθε τύπος μπορεί να διαφέρει από τους υπόλοιπους σε ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα, διαφορές στον τρόπο παραγωγής, στον τύπο και στο είδος των σιτηρών, στην ποιότητα του νερού κ.α. Η Σκωτία, φημίζεται ότι παράγει την καλύτερη ποιότητα ουίσκι. Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες ουίσκι ανάλογα με την προέλευσή του. Στην κατηγορία malt, το ουίσκι δεν είναι προϊόν ανάμειξης ή, έστω, προέρχεται μόνο από ανάμειξη προϊόντων του ίδιου αποστακτηρίου, ενώ στην κατηγορία blended ανήλουν παρασκευάσματα που προέρχονται από ανάμειξη ουίσκι διάφορων αποστακτηρίων. Μια σημαντική διαφορά εντοπίζεται και στα δημητριακά που αποτελούν την πρώτη ύλη: το σκωτσέζικο και τα περισσότερα καναδικά της Ανατολικής Ακτής (Νόβα Σκόσια κ.ά.) που διατήρησαν τη σκωτσέζικη παράδοση παρασκευάζονται αποκλειστικά και μόνο από κριθάρι (scotch), αντίθετα τα αμερικανικά (bourbon), στα οποία συγκαταλέγονται και αρκετά καναδικά, χρησιμοποιούν διάφορα δημητριακά, όπως βρώμη, σίκαλη κ.α. Το πιθανότερο είναι ότι ουίσκι παρασκευάστηκε αρχικά  στην Ιρλανδία, πιθανότατα στα τέλη του 11ου αι., αλλά η πρώτη γραπτή αναφορά υπάρχει σε σκοτσέζικα αρχεία του 1494. Στον Καναδά και στις Η.Π.Α η παραγωγή του πραγματοποιήθηκε αρκετά αργότερα (αρχές του 18ου αι.).