|
Σε αυτή την σελίδα υπάρχουν μερικά από τα αγαπημένα μας ανέκδοτα. Προσθέστε και εσείς τα δικά σας!
Unregistered users do not currently have permissions to use this form.
Ο Τζώρτζ Μπούς παθαίνει μπαράζ τριών εγκεφαλικών σε μισή ώρα και μιά καρδιακή προσβολή μετά από λίγο, και πεθαίνει. Πηγαίνει στην κόλαση και βρίσκει το διάβολο, ο οποίος τον περιμένει καπνίζοντας, σκεπτικός και φανερά αγχωμένος.
“Δεν ξέρω τι να κάνω τώρα με σένα” του λέει ο διάβολος. “Είσαι ο επόμενος στη λίστα μου αλλά είμαστε κλεισμένοι φούλ, δεν υπάρχει άλλος χώρος στην κόλαση. Πρέπει όμως να μείνεις οπωσδήποτε στην κόλαση, δεν το συζητάμε… Οπότε θα σου πώ τι θα γίνει” συνεχίζει ο διάβολος.Έχω τρείς τύπους εδώ που ήταν κακοί, αλλά όχι τόσο ελεεινοί όσο εσύ στην επίγεια ζωή σου. Θα αφήσω έναν από αυτούς να φύγει κι εσύ θα πάρεις τη θέση του. Επειδή με βρίσκεις και στις καλές μου, θα αφήσω ΕΣΕΝΑ να αποφασίσεις ποιός φεύγει για να πάρεις τη θέση του!”.
Η φάση καλοάρεσε στο Μπούς, και δέχτηκε αμέσως. Ο διάβολος ανοίγει το πρώτο δωμάτιο. Μέσα ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον σε μια μεγάλη βαθιά πισίνα με νερό. Ο Νίξον βουτούσε, κατέβαινε όσο βαθιά μπορούσε, ξαναέβγαινε στην επιφάνεια ίσα ίσα για να πάρει μια αναπνοή και ξανά βουτούσε από την αρχή.Τέτοια ήταν η μοίρα του στην κόλαση.
“΄Οχι, όχι!” Φώναξε ο Μπούς.
“Δε νομίζω διάβολε. Από κολύμπι είμαι άσχετος, και επίσης από φυσική κατάσταση εντελώς άχρηστος οπότε αποκλείεται να το αντέχω αυτό το πράμα όλη μέρα…”
Προχωράνε και ο διάβολος ανοίγει το δεύτερο δωμάτιο.
Μέσα ήταν ο Τόνι Μπλαίρ, με μιά σαραντάκιλη βαριοπούλα ανάμεσα σε μεγάλες ξερές πέτρες. Καταιδρωμένος κόκκινος και κατάκοπος κοπανούσε σπάζοντας τις πέτρες, οι οποίες ξαναφύτρωναν ασταμάτητα…Τέτοιο ήταν το χάλι του δήθεν σοσιαλιστή κομματάρχη απο την Αγγλία.
” ‘Οχι καλύτερα… Έχω αυτό το πρόβλημα με τον ώμο μου (σκεφτόταν ότι μάλλον δε θα μπορούσε καν να σηκώσει τη βαριοπούλα)… και σίγουρα θα υποφέρω αν σπάω πέτρες ασταμάτητα όλη μέρα! Πάμε για το τρίτο?”
Ανοίγει ο διάβολος το τρίτο δωμάτιο. Βλέπει μέσα ο Μπούς τον Κλίντον, ξαπλωμένο στο πάτωμα χαλαρό με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, να διαβάζει εφημερίδα και να ρουφάει το καφεδάκι του. Είχε τα πόδια του ανοιχτά και από πάνω του σκυμμένη ήταν η Μόνικα Λεβίνσκι, η οποία συνέχισε να τσιμπουκώνει τον Αμερικανό πρώην πρόεδρο εντελώς ατάραχη και αρκετά παθιασμένα. Ο Μπούς σάστισε από τη χαρά του για λίγο, το χώνεψε και είπε στο διάβολο ευθύς
“Ναί, αυτό μου κάνει. Είμαι σίγουρος ότι θα τα πάω μια χαρά!”
Ο διάβολος χαμογέλασε και φώναξε..ΟΚ Μόνικα, μπορείς να φύγεις…
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 7.1/10 (8 votes cast)
ΗΜΕΡΑ 1η
Είναι νύχτα. Χάσαμε την κόρη του αρχηγού. Τη βρήκαμε δίπλα στο ποτάμι. Για τιμωρία τη γάμησε όλο το χωριό.
ΗΜΕΡΑ 2η
Είναι νύχτα. Χάσαμε την κόρη του μάγου. Την έψαχνε όλο το χωριό. Τελικά τη βρήκαμε μέσα σε μια σπηλιά. Για τιμωρία τη γάμησε όλο το χωριό.
ΗΜΕΡΑ 3η
Είναι νύχτα. Χάθηκα! Φοβάμαι..
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 7.4/10 (11 votes cast)
Ήταν 2 φίλες παντρεμένες που είχαν κανονίσει ένα βράδυ να βγούν για φαγητό χωρίς τους συζύγους τους. Στο γυρισμό τις πιάνει και τις 2 κόψιμο μες στο αυτοκίνητο οπότε λέει η μια στην άλλη:
– “Σταμάτα όπου βρεις δεν κρατιέμαι!”
– “Κι εγώ το ίδιο” λέει και η άλλη.
Σταματάνε λοιπόν χωρίς να το προσέξουν κοντά σε ένα νεκροταφείο. Τρέχει η μια από τη μια πλευρά κι η άλλη από την άλλη. Κάνει ότι κάνει η πρώτη, ψάχνει για χαρτί, τίποτα. Τι να κάνει, βγάζει το εσώρουχο της, σκουπίζεται και το πετάει. Το ίδιο κι η άλλη δεν είχε χαρτί, τι να κάνει ψάχνει γύρω με το χέρι της πίσω, πιάνει κάτι και σκουπίζεται.
Την επόμενη μέρα συναντιούνται οι άντρες τους.
– “Αχ τι έπαθα!” λέει ο πρώτος.
– “Τι έπαθες;” του λέει ο 2ος.
– “Πάντως χειρότερο από αυτό που έπαθα εγώ αποκλείεται!”
– “Για πες…”.
– “Να, χθες που είχαν βγει οι γυναίκες μας για φαγητό, θυμάσαι, η δικιά μου γύρισε σπίτι χωρίς εσώρουχο! Ποιος ξέρει με ποιόν θα πηδιόταν!”. Κι απαντά ο άλλος:
– Κι όμως, αυτό δεν είναι τίποτα! Η δικιά μου γύρισε με μια κορδέλα στον κώλο που έλεγε: “Θα σε θυμόμαστε για πάντα…”
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 6.6/10 (9 votes cast)
Ένας ταβερνιάρης είχε ένα παπαγάλο και του λέει:
– “Φεύγω για μια ώρα από το μαγαζί. Άν έρθει το βυτίο με το πετρέλαιο πες τους να βάλουν 1 τόνο”.
Έρχεται το βυτίο, βλέπουν τον παπαγάλο και του λένε:
– “Πού είναι το αφεντικό;”
– “Έφυγε”, τους λέει αυτός, “βάλτε 3 τόνους και αφήστε το τιμολόγιο στο τραπέζι.”
Γυρνάει ο ταβερνιάρης βλέπει ότι αγόρασε 3 τόννους και ουρλιάζει στο παπαγάλο:
– “Ένα τόνο δε σου είπα ρε, γιατί τους είπες 3;”
Τον αρπάζει και το σταυρώνει με τα φτερά ανοιχτά. Έπειτα του λέει:
– “Μια βδομάδα θα μείνεις εκεί.”
Ο παπαγάλος βλέπει απέναντι του μια εικόνα του Χριστού στο σταυρό και ακούει μέσα από την εικόνα μια φωνή:
– “Πλάσμα του Θεού, πόσο καιρό θα είσαι σταυρωμένο;”
Λέει ο παπαγάλος:
– “Μια βδομάδα, εσύ πόσο καιρό είσαι στο σταυρό;”
Του απαντάει η φωνή:
– “2000 χρόνια!”
Έκπληκτος ο παπαγάλος του λέει:
– “Καλά ρε μεγάλε πόσο πετρέλαιο παράγγειλες;”
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 6.4/10 (8 votes cast)
Ήτανε μια φορά ένας μαύρος που είχε χαθεί στην Αφρική. Ήξερε που να βρει όχημα και να φύγει, αλλά δεν είχε διαβατήριο. Κάποια στιγμή βρίσκει ένα που λέει Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Χαρούμενος πάει και βρίσκει ένα λεοφωρείο για να πάει Ελλάδα. Οδηγοί ήταν ο Γιωρίκας κι ο Κωστίκας.
Λέει ο Γιωρίκας στο μαύρο:
-Διαβατήριο παρακαλώ.
Ο μαύρος δίνει αυτο που είχε βρει.
Ο Γιωρίκας διαβάζει: “Λεονάρντο Ντι Κάπριο”.
Κοιτά το διαβατήριο, κοιτά το μαύρο. Κοιτά ξανά το διαβατήριο, ξανά το μαύρο.
Γυρίζει στον Κωστίκα και ρωτάει:
-Ρε συ, ο Τιτανικός βυθίστηκε ή κάηκε;
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 6.4/10 (8 votes cast)
Ο άντρας διαβάζει την εφημερίδα του και ξαφνικά μπαίνει η γυναίκα του και χωρίς να του πει τίποτα του αστράφτει μία σφαλιάρα:
ΑΝΤΡΑΣ: Μα καλά τρελάθηκες; Tί με χτυπάς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τί είναι αυτό το χαρτάκι που βρήκα στην τσέπη του παντελονιού σου και γράφει Μαριλού;
ΑΝΤΡΑΣ: Δε θυμάσαι πριν από 3 βδομάδες που πήγα στον ιππόδρομο; Μαριλού είναι το όνομα του αλόγου που είχα ποντάρει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πω πω, με συγχωρείς, ώρες-ώρες και εγώ δεν καταλαβαίνω πως γίνομαι τόσο ζηλιάρα. Ελπίζω να μη σε πόνεσα πολύ.
Μετά από τρεις μέρες το ίδιο σκηνικό. Ο άντρας να διαβάζει αμέριμνος την εφημερίδα του στην πολυθρόνα και η γυναίκα του ρίχνει μια δυνατή με το τηγάνι στο κεφάλι.
ΑΝΤΡΑΣ: Μα καλά, τι έπαθες πάλι;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τηλεφώνησε το άλογό σου και σε θέλει.
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 7.3/10 (9 votes cast)
Μπαίνει ο Χίτλερ στο κελί των Εβραίων και λέει :
– Σήμερα θα αλλάξετε σώβρακα!
– Ζήτω… Μπράβο Αδόλφε! φωνάζουν σαφώς ικανοποιημένοι οι Εβραίοι!
Και συνεχίζει ο Χίτλερ :
– Εσύ με αυτόν… Εσύ με αυτόν!
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 6.1/10 (9 votes cast)
Ένας σαδιστής, ένας μαζοχιστής, ένας δολοφόνος, ένας νεκρόφιλος, ένας κτηνοβάτης και ένας πυρομανής κάθονται στο παγκάκι ενός ψυχιατρείου και βαριούνται.
– Να είχαμε λέει τώρα, μια γάτα, να την βιάζαμε ε; λέει ο κτηνοβάτης.
– Να την βιάζαμε, αλλά μετά να την βασανίζαμε, λέει ο σαδιστής.
– Να την βιάζαμε, να τη βασανίζαμε, αλλά μετά να τη σκοτώναμε, λέει ο δολοφόνος.
– Να την βιάζαμε, να τη βασανίζαμε, να τη σκοτώναμε και μετά να την ξαναβιάζαμε, λέει ο νεκρόφιλος.
– Να την βιάζαμε, να τη βασανίζαμε, να τη σκοτώναμε, μετά να την ξαναβιάζαμε, αλλά μετά να την καίγαμε κιόλας, λέει ο πυρομανής.
Ησυχία απλώθηκε καθώς όλοι περίμεναν τον μαζοχιστή να μιλήσει. Kαι τότε αυτός λύνει τη σιωπή…
– Μιάουουουουου…
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 7.3/10 (7 votes cast)
Πέμπτη, 20 Αυγούστου 2009 στις 10:22 π.μ.
Ο μικρός Γιωργάκης, μπαίνει στην τάξη του καθυστερημένος και με το ένα μάτι του πρησμένο. Η δασκάλα του μόλις τον βλέπει, τον ρωτά τι συμβαίνει :
– Άστα καλέ κυρία, λέει κλαίγοντας ο Γιωργάκης, με πλάκωσε στο ξύλο ο πατέρας μου!
– Δεν μπορεί, κάτι θα του έκανες. Για πες μου τι έγινε δηλαδή; ξαναρωτά η δασκάλα.
– Δεν έκανα τίποτα καλέ κυρία. Εγώ, ξέρετε, επειδή τα βράδια φοβάμαι να κοιμάμαι μόνος μου, κοιμάμαι στο δωμάτιο των γονιών μου, στο διπλό κρεββάτι, ανάμεσα στον μπαμπά και στην μαμά. Χθες το βράδυ λοιπόν, και ενώ κοιμόμασταν και οι τρεις μας, λέει η μαμά στον μπαμπά “Αγάπη μου κοιμήθηκε ο Γιωργάκης;” και εγώ που δεν είχα κοιμηθεί ακόμα τους λέω “Όχι βρε παιδιά, δεν κοιμάμαι.” και σηκώνεται τότε ο πατέρας μου και με πλακώνει στις σφαλιάρες! Έτσι έγινε…
Η δασκάλα απορημένη, δεν είπε τίποτα.
Την επομενη μέρα, ο Γιωργάκης ξαναέρχεται καθυστερημένος και με το άλλο μάτι του πρησμένο, με γδαρσίματα στο πρόσωπο και κουτσαίνοντας ελαφρώς. Τον ρωτά η δασκάλα τι έγινε και λέει ότι τον ξαναχτύπησε το βράδυ ο πατέρας του χωρίς να καταλάβει γιατί. Και εξιστορεί την ίδια φάση…
Η δασκάλα, μην μπορώντας να καταλάβει τι συμβαίνει και τρώει ξύλο ο Γιωργάκης κάθε βράδυ από τον πατέρα του, του λέει :
– Άκου να δεις τι θα κάνεις. Σήμερα το βράδυ που θα ξαναπέσετε για ύπνο και ρωτήσει η μαμά σου τον μπαμπά αν κοιμάσαι, εσύ, και να μην κοιμάσαι δεν θα πεις τίποτα. Δεν θα μιλήσεις καθόλου, τουλάχιστον να γλιτώσεις το ξύλο.
– Λέτε καλέ κυρία;
– Κάνε ότι σου λέω και να δεις πως αύριο όλα θα πάνε καλά, απαντά η δασκάλα.
Το επόμενο πρωί έκπληκτη η δασκάλα βλέπει τον μικρό Γιωργάκη να μπαίνει κλαίγοντας στην τάξη σε άθλια κατάσταση με πατερίτσες και σε γύψο το χέρι και το πόδι του και της λέει :
– Αχ! καλέ κυρία τι ήθελα και σας άκουσα, με σάπισε στο ξύλο χθες βράδυ ο πατέρας μου… Αχ τι έπαθα…
– Μα έκανες ότι σου είπα; ρωτά η δασκάλα.
– Ακριβώς ότι μου είπατε! λέει ο Γιωργάκης.
– Για πες μου τι έγινε χθες βράδυ; ρωτά η δασκάλα.
– Χθες, και ενώ είχαμε πέσει πάλι για ύπνο με εμένα να βρίσκομαι στο κρεβάτι ανάμεσα στον μπαμπά και στην μαμά, ρωτά η μαμά τον μπαμπά “Αγάπη μου κοιμήθηκε το παιδί;” εγώ παρόλο που δεν κοιμόμουνα δεν μίλησα, όπως μου είχατε πει. Και λέει ο μπαμπάς “Όχι, όχι ακόμα…”. Μετά από λίγο, ξαναρωτά η μαμά τον μπαμπά “Αγάπη μου κοιμήθηκε το παιδί;” εγώ που δεν κοιμόμουνα, δεν μίλησα. Οπότε λέει ξανά ο μπαμπάς “Όχι, όχι ακομα…”. Μετά από λίγο ξαναρωτά η μαμά τον μπαμπά “Αγάπη μου, κοιμήθηκε το παιδί;” και εγώ πάλι δεν μίλησα. και λέει τότε ο μπαμπάς “ναι, μου φαίνεται ότι κοιμάται.” και του απαντάει η μαμά “Αχ! έλα έλα, πάρε με τώρα…” και πετάγομαι τότε εγώ και τους λέω “πού πάτε ρε παιδιά; Πάρτε και μένα μαζί!!!”
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 5.7/10 (7 votes cast)
Μία ξανθιά τηλεφωνεί σε μια πιτσαρία στις 2 η ώρα το ξημέρωμα για να κάνει μια παραγγελία.
– Λυπάμαι κυρία μου, της λέει ο καταστηματάρχης. Τώρα κλείνουμε.
Και εκείνη:
– Κλείνετε? Ε… τότε γιατί λέτε ότι στις δύο δίνετε μία πίτσα δώρο?
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 5.3/10 (4 votes cast)
Είναι τρεις φίλοι που συναντιούνται μετά από χρόνια, ένας Γερμανός, ένας Γάλλος και ένας Έλληνας και συζητάνε για το πώς καταλαβαίνουν αν η γυναίκα τους, τους απατάει. Ο Γερμανός λέει:
-Αν με απατήσει η γυναίκα μου την καταλαβαίνω αμέσως. Μπαίνω στο σπίτι το βράδυ, της ρίχνω μία ματιά και την κόβω κατευθείαν είναι φως φανάρι. Δεν της λέω τίποτα, πηγαίνω στην αποθήκη, παίρνω το ρόπαλο, την κάνω τόπι στο ξύλο και στο τέλος μου τα ομολογεί όλα!
Ο Γάλλος λέει:
-Δεν ντρέπεσαι, βάρβαρε. Στη Γαλλία είναι διαφορετικά. Αν με απατήσει η γυναίκα μου την καταλαβαίνω αμέσως. Μπαίνω στο σπίτι το βράδυ, της ρίχνω ματιά και την κόβω κατευθείαν είναι φως φανάρι. Δεν της λέω τίποτα, την παίρνω και την πηγαίνω βόλτα στο Σηκουάνα, μετά δείπνο ρομαντικό στην Μονμάρτη, κεριά, κρασιά, ιστορίες, της πιάνω το χέρι και στο τέλος μου τα ομολογεί όλα!
Ο Έλληνας έχει πέσει κάτω από τα γέλια.
-Καλά είστε πολύ μαλάκες και οι δυο σας. Στην Ελλάδα είναι πολύ πιο απλά τα πράγματα. Ακούστε να δείτε. Αν με απατήσει η γυναίκα μου την καταλαβαίνω αμέσως. Μπαίνω στο σπίτι το βράδυ, της ρίχνω ματιά και την κόβω κατευθείαν είναι φως φανάρι. Δεν της λέω τίποτα, βγαίνω ήρεμος στο μπαλκόνι και βλέπω απέναντι τη γειτόνισσα, τη Μαρία. Της φωνάζω: «Γεια σου, μωρή πουτάνα Μαρία!». Αυτή γυρνάει και μου λέει: «Εγώ πουτάνα; Η γυναίκα σου είναι πουτάνα, που πηδιέται με το Μήτσο, τον Κώστα και τον Τάκη!»
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 8.3/10 (4 votes cast)
Συζητάει ο Mickie με τη Minnie
Mickie: Θέλω να χωρίσουμε.
Minnie: Are you fucking crazy?
Mickie: No, I’m fucking Daisy!!!
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 5.8/10 (5 votes cast)
Σαντάμ Χουσεΐν καθόταν στο γραφείο του κι ετοίμαζε την επόμενη επιστολή του προς τον αμερικανικό λαό όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
– Εμπρός;
– Κύριε Χουσεΐν, εσείς; ακούστηκε στην άλλη άκρη της γραμμής μια φωνή με περίεργη προφορά. Εγώ είμαι ο Γιωρίκας και σας παίρνω να σας πω ότι σας κηρύσσουμε
τον πόλεμο!
– Και πολύ καλά κάνεις που τηλεφώνησες να μου το πεις, απαντά ο Σαντάμ. Για πες μου, Γιωρίκα, πόσο μεγάλος είναι ο στρατός σου;
– Αυτή τη στιγμή, λέει ο Γιωρίκας καθώς κάνει τη σούμα στο μυαλό του, εγώ, ο ξάδερφός μου ο Κωστίκας, ο κουμπάρος μου, ο γείτονάς μου ο Αλεξίκας και η ομάδα του ταβλιού από το καφενείο – οκτώ, συνολικά.
Ο Σαντάμ αναστενάζει.
– Οφείλω, Γιωρίκα, να σου πω ότι έχω ένα εκατομμύριο ετοιμοπόλεμους άνδρες που με μια κουβέντα μου είναι διατεθειμένοι να δώσουν τη ζωή τους.
– Αλήθεια; Θα σας ξαναπάρω, λέει ο Γιωρίκας και κλείνει. Δεν πέρασαν 24 ώρες και ο Γιωρίκας ξανατηλεφωνεί.
– Κύριε Χουσεΐν, λέει, η κήρυξη πολέμου εξακολουθεί να ισχύει. Τώρα μαζέψαμε και κάποιον εξοπλισμό…
– Τι εξοπλισμό μαζέψατε, Γιωρίκα; τον ρωτάει ο Σαντάμ.
– Δύο αλωνιστικές, μια μπουλντόζα και το τρακτέρ του μπατζανάκη μου. Για άλλη μια φορά, ο Σαντάμ δεν αντέχει να μην αναστενάξει.
– Γιωρίκα, θα πρέπει να σου πω ότι έχω 16.000 τανκς, 14.000 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, και από χτες που μιλήσαμε ο στρατός μου αυξήθηκε στο 1,5
εκατομμύριο.
– Διάβολε, λέει ο Γιωρίκας, τι να πω τώρα; Θα σας ξαναπάρω. Και κλείνει το τηλέφωνο αλλά δυο μέρες αργότερα, να τον πάλι.
– Κύριε Χουσεΐν, παραμένει η κήρυξη πολέμου. Αυτή τη φορά αποκτήσαμε εναέριες δυνάμεις. Έχουμε τώρα και το ψεκαστικό του κοινοτάρχη, του βάλαμε και καραμπίνες
επάνω. Α, ναι, μαζί μας είναι τώρα και η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού.
Εντυπωσιασμένος από την κλιμάκωση, ο Χουσεΐν μένει σκεπτικός για δευτερόλεπτα, βγάζει άλλον ένα στεναγμό και λέει:
– Γιωρίκα, δεν μπορώ να σου κρύψω ότι έχω 10.000 βομβαρδιστικά, 20.000 Μιγκ, και οι βάσεις μας προστατεύονται από βλήματα εδάφους-αέρος. Και κάτι άλλο: από προχθές που μιλήσαμε, ο στρατός μου αυξήθηκε στα δύο εκατομμύρια.
– Βρε …, βρίζει ο Γιωρίκας. Θα ξαναπάρω, λέει και
κλείνει το τηλέφωνο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξαναπαίρνει τηλέφωνο.
– Κύριε Χουσεΐν, δυστυχώς πρέπει να σας ανακοινώσω ότι
αποσύραμε την κήρυξη πολέμου.
– Τι λες, Γιωρίκα, πολύ με στεναχωρείς. Γιατί, βρε παιδί μου; Τι έγινε κι αλλάξατε γνώμη;
– Να σας πω, απαντά ο Γιωρίκας, κάτσαμε και το κουβεντιάσαμε και είδαμε ότι δεν μπορούμε να θρέψουμε δύο εκατομμύρια αιχμάλωτους.
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 5.4/10 (5 votes cast)
Ήταν μια νύχτα του Αυγούστου στην Αμοργό.Η τελευταία νύχτα των διακοπών μας.Το κορίτσι μου κι εγώ αφού τελειώσαμε ένα καραφάκι στο μπαλκόνι, αισθανθήκαμε ότι ενώ εμείς βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα με τρυφερές αγκαλιές (καθότι και το ρακόμελο…), εμάς μας έβλεπε η γειτονιά, για αυτό και πήγαμε να συνεχίσουμε στο κρεβάτι μας…
Είχε αρχίσει να ομορφαίνει πολύ η ατμόσφαιρα, όταν εκείνη μου είπε:
– Δεν έχω διάθεση! Θα ήθελα μόνο να με κρατήσεις για λίγο στην αγκαλιά σου να μου μιλήσεις γλυκά κι ύστερα να κοιμηθώ.
– ΕΕΕΕΕΕ;;; είπα εγώ. Τι λες τώρα;
Και τότε αυτή μου είπε τα λόγια που τρομάζουν ότι θα ακούσουν όλοι οι άντρες του πλανήτη, την ώρα που εξωτερικεύουν την ερωτική τους διάθεση:
– Οι συναισθηματικές μου ανάγκες ως γυναίκα φαίνεται ότι δεν είναι αρκετές για να ικανοποιήσουν τις φυσικές σου ανάγκες ως άντρα.”
Κι όταν γύρισα και την κοίταξα με δυο τεράστια ερωτηματικά για μάτια, συνέχισε:
– Δεν μπορείς να μ’ αγαπάς για αυτό που είμαι κι όχι για αυτό που μπορώ να κάνω για σένα στο κρεβάτι;”
…..Αποφάσισα ότι το μόνο που μου απέμενε ήταν ο ύπνος.
Την επόμενη μέρα πήραμε το καράβι της επιστροφής.
Ομολογώ ότι η ατμόσφαιρα ήταν λίγο βαριά…
Φτάσαμε στο σπίτι και η πρώτη μου δουλειά ήταν να τηλεφωνήσω στο γραφείο για να εξασφαλίσω άλλες δυο μέρες άδειας…
– Έτσι για προσαρμογή… τους είπα.
Ξέρετε πόσο σκληρό είναι να πηγαίνεις κατευθείαν από το νησί στο γραφείο…Στην πραγματικότητα όμως δεν πήγα στη δουλειά για ένα έχω λίγο ακόμη χρόνο να μείνω μαζί της.Βγήκαμε βόλτα για καφέ, φάγαμε κι ένα υπέροχο μεσημεριανό στο αγαπημένο της κινέζικο και μετά πήγαμε για ψώνια στα μαγαζιά. Μπήκαμε σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα. Τριγύριζα μαζί της, ενώ δοκίμαζε διάφορα πολύ ακριβά φορέματα. Δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει ποιο να πάρει.
– Πάρτα όλα, της είπα και χάρηκε.
Ήθελε καινούρια παπούτσια και της είπα να πάρει ένα ζευγάρι για κάθε φόρεμα που είχε αγοράσει και ενθουσιάστηκε. Μετά στο τμήμα των κοσμημάτων και πραγματικά συγκινήθηκε με ένα ζευγάρι διαμαντένια σκουλαρίκια. Συγκινήθηκε ακόμη περισσότερο όταν της είπα να τα πάρει. Σκέφτηκε προφανώς να με δοκιμάσει γιατί μου ζήτησε και παπούτσια του τένις, ενώ από τένις δεν έχει ιδέα.
Προφανώς το βλέμμα μου της απάντησε, γιατί γύρισε και μου είπε:
– Εντάξει, αγάπη μου, εντάξει.
Καθώς κρατούσε στην αγκαλιά της τα φορέματα, τα παπούτσια και τα σκουλαρίκια, είχε φουντώσει από χαρά κι ενθουσιασμό και το πρόσωπό της ήταν γεμάτο χαμόγελο και φλόγα, θαρρείς και κόντευε στην σεξουαλική ολοκλήρωση.Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
– Νομίζω ότι τελειώσαμε, καρδιά μου. Ας πάμε στο ταμείο…
Ήμουν εκτός εαυτού, όταν της είπα:
– Όχι, γλυκιά μου, δεν έχω διάθεση.
Το πρόσωπό της άσπρισε και το στόμα της έμεινε ανοιχτό με ένα τεράστιο “ΤΙΙΙΙΙΙ;;;”
Και τότε είπα:
– Κορίτσι μου, θέλω απλώς να κρατήσεις αυτά τα πράγματα για λίγο. Οι οικονομικές μου ανάγκες ως άντρα δεν είναι δυνατό να καλύψουν τις αγοραστικές σου ανάγκες ως γυναίκα…
…και τη στιγμή που φαινόταν έτοιμη να με σκοτώσει, συμπλήρωσα:
– Γιατί δεν μπορείς να με αγαπάς για αυτό που είμαι κι όχι για αυτά που μπορώ να σου αγοράσω;
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 9.0/10 (5 votes cast)
Ένα βράδυ του Σαββάτου η Κλειώ πηγαίνει σε ένα μπαρ με δυο τρεις πελάτες μέσα, και λέει:
– “Φέρε μια Amstel.”
– “Έρχεται!!!”, της απαντάει ο μπάρμαν.
Την κατεβάζει μονορούφι και πέφτει κάτω λιπόθυμη.
– “Ρε μαλάκες, τι λέτε την πηδάμε μια στα γρήγορα;! Δε θα μας καταλάβει είναι ξερή!”, λέει ο μπάρμαν.
– “Οτι πεις, κανένα πρόβλημα!!!”, απαντάνε οι άλλοι.
Την άλλη εβδομάδα ξαναπάει η Κλειώ στο μπαρ το οποίο είναι σχεδόν γεμάτο και λέει:
– “Μια Amstel.”
– “Έφτασε…”, της απαντά ο μπάρμαν.
Πάλι μονορούφι, πάλι κάτω η Κλειώ.
Χωρίς λέξη την πιάνουν όλη και την ξεσκίζουν στο γαμήσι.
Το άλλο βράδυ το μπαρ ξέχειλο από πελάτες καταφτάνει και η Κλειώ. Πριν πει τίποτα της λέει ο μπάρμαν:
-“Μια Amstel;”
-“Όχι…όχι, πιάσε μια Heiniken η Amstel μου φέρνει τσούξιμο στο μουνί!!!”
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 3.5/10 (6 votes cast)
Πάει ένας μεθυσμένος σε ένα club. Πάει στο μπαρ, παραγγέλνει στην μπαργούμαν ένα ουίσκι, και μετά από 10 λεπτά, ενώ την κοιτάζει ασταμάτητα, της λέει :
– Ξέρεις ότι είσαι πολύ άσχημη…;
– Εσύ ξέρεις ότι είσαι πολύ μεθυσμένος..;; του απαντάει η μπαργούμαν…
– Ναι ! Αλλά εγώ αύριο θα είμαι καλά…
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 6.6/10 (5 votes cast)
Ο Τοτός με τον πατέρα του κάθονται στο σαλόνι. Λέει ο μπαμπάς στον Τοτό:
– Πήγαινε στο υπνοδωμάτιο και φέρε μου τις παντόφλες μου.
Στο υπνοδωμάιτο κάθονται η αδερφή του Τοτού και μια φίλη της. Μπαίνοντας μέσα λέει ο Τοτός
– Ο μπαμπάς μου είπε να σας δείρω και τις δύο!
Η αδερφή του:
– Φύγε από δω ρε κωλόπαιδο!
– Δε με πιστεύεις; Άκου (και φωνάζει στον πατέρα του:) Πατέρααα! Την μίαααα;
– Και τις δύο ρε βλάκα!
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 5.8/10 (4 votes cast)
Πάει ο επιθεωρητής σ’ ένα σχολείο, μπαίνει στην αίθουσα και ρωτάει :
– Ποιός σκότωσε την Λερναία Ύδρα; Για πες μου εσύ Ελενίτσα.
– Πάντως εγώ … κύριε, όχι.
– Για πες μου εσύ, Γιαννάκη.
– Σας το ορκίζομαι κύριε, ούτε εγώ την σκότωσα.
Γεμάτος απορία για την άγνοια, ρίχνει μια άγρια ματιά στον δάσκαλο κι αυτός του λέει :
– Δεν πιστεύω κύριε επιθεωρητά να υποψιάζεστε εμένα!!!
VN:R_U [1.9.22_1171] Rating: 8.3/10 (3 votes cast)
Eνας τύπος σε κακό χάλι, γεμάτος γρατσουνιές στο πρόσωπο και στο λαιμό, συναντιέται με έναν φίλο του.
Εκείνος ανήσυχος τον ρωτά :
– Μα καλά…Τί έπαθες ; είσαι χάλια.
– Aσε, θάψαμε χθες την πεθερά μου…
– Και καλά, τί είναι όλες αυτές οι γρατσουνιές ;
– Δεν ήθελε !!!
VN:F [1.9.22_1171] Rating: 9.5/10 (4 votes cast)
|
|